A.feel righteous indignation, Ζεῦ πάτερ, οὐ νεμεσίζῃ ὁρῶν τάδε καρτερὰ ἔργα; Il.5.872, cf. Od. 2.138: c. dat. pers., “Ἥρῃ δ᾽ οὔ τι τόσον νεμεσίζομαι” Il.8.407: c. dat. pers. et acc. rei, οὐ νεμεσίζῃ Ἄρῃ τάδε καρτερὰ ἔργα; 5.757: c. acc. et inf., to be angry or amazed that . . , “οὐ νεμεσίζομ᾽ Ἀχαιοὺς ἀσχαλάαν” 2.296; “νεμεσιζέσθω δ᾽ ἐνὶ θυμῷ Πάτ ροκλον . . μέλπηθρα γενέσθαι” 17.254.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
entry:
Ξ ξ,
ξαίνω
ξάμμα
ξα^νάω
ξάνδαρος
Ξανδικός
ξάνθη
Ξανθίας
ξανθίζω
Ξανθικός
ξάνθ-ιον
ξάνθ-ι^σις
ξάνθ-ισμα
ξανθ-ισμός
ξανθό-γεως
ξανθο-δερκής
ξανθο-ειδής
ξάνθο-θριξ
ξανθο-κάρηνος
ξανθο-κάρυ^ον
ξανθο-κόμης
ξανθό-λευκος
ξανθό-λοφος
ξανθο-μήλινος
ξανθός
ξανθότης
ξανθο-τρι^χέω
ξανθο-φα^ής
ξανθο-φυ^ής
ξανθο-χίτων
ξανθό-χλοος
ξανθο-χολικός
ξανθό-χολος
ξανθό-χροος
ξανθό-χρως
ξανθ-όω
ξανθ-ύνομαι
ξανθ-ωπός
ξάνθ-ωσις
ξάν-ιον
ξάν-σις
ξάν-της
ξαν-τικός
ξάν-τρια
ξάσμα
ξατράπης
ξεῖ
ξεινα^πάτης
ξεινήϊον
ξεινίζω
This text is part of:
View text chunked by:
νεμεσίζομαι , Ep. Verb, only pres. and impf.,